Σοβαρά προβλήματα αντιμετωπίζουν πολλοί δήμοι της χώρας μας με το ζήτημα της ναυαγοσωστικής κάλυψης, καθώς το Προεδρικό Διάταγμα 71/2020 για Σχολές ναυαγοσωστικής εκπαίδευσης, χορήγηση άδειας ναυαγοσώστη, υποχρεωτική πρόσληψη ναυαγοσώστη σε οργανωμένες ή μη παραλίες, υποχρεώνει με μεγάλες απαιτήσεις τους Δήμους, ενώ έχει ανεβάσει στα ύψη το κόστος της ναυαγοσωστικής κάλυψης. Το συγκεκριμένο πρόβλημα αντιμετωπίζουν σχεδόν όλοι οι Δήμοι των Κυκλάδων τα τελευταία χρόνια, οι οποίοι αναγκάζονται να ξοδεύουν πολύ μεγάλα χρηματικά ποσά για τη ναυαγοσωστική κάλυψη, λόγω του πολύ αυστηρού νομικού πλαισίου που ισχύει.
Οι διαγωνισμοί για την ανάληψη ναυαγοσωστικής κάλυψης στις παραλίες της χώρας μας, κατά την καλοκαιρινή περίοδο του 2024 θα ξεκινήσουν τους επόμενους μήνες μιας και ήδη πλησιάζουμε στον Φεβρουάριο, χωρίς να φαίνεται ότι κάτι θα αλλάξει σε σχέση με τις απαιτήσεις των προηγούμενων ετών. Οι Δήμοι πληρώνουν πανάκριβα τόσο το κόστος του ναυαγοσωστικού εξοπλισμού, ενώ υποχρεώνονται σε σύναψη συμβάσεων με ναυαγοσωστικές εταιρίες ή σε προσλήψεις ναυαγοσωστών για την κάλυψη των παραλιών.
Στη Μύκονο το κόστος της ναυαγοσωστικής κάλυψης είναι 192.000 ευρώ κάθε έτος, στην Σύρο κυμαίνεται στις 100.000 ευρώ, στην Πάρο 144.000 ευρώ, στην Άνδρο 72.000 ευρώ, στη Μήλο 72.000 ευρώ, στην Κέα 144.000 ευρώ, στην Τήνο 120.000 ευρώ, στην Σαντορίνη 336.000 ευρώ, στη Νάξο 168.000 ευρώ κλπ. Από τα παραπάνω, ένα ποσοστό, περίπου το 35% επιδοτείται από το κράτος, ωστόσο, επί της ουσίας το κόστος της ναυαγοσωστικής κάλυψης είναι πολύ μεγαλύτερο για τους Δήμους σε σχέση με τα προαναφερόμενα ποσά, καθώς μέσα σε αυτά δε συμπεριλαμβάνεται η αγορά και η συντήρηση του εξοπλισμού.
Σύμφωνα με την ΚΕΔΕ, έχει γίνει επαφή με τον καθ ύλην αρμόδιο υπουργό Ναυτιλίας, Χρήστο Στυλιανίδη, ούτως ώστε να προγραμματιστεί άμεσα συνάντηση για το θέμα, αλλά και να συγκληθεί επιτέλους η συγκροτηθείσα από τον πρώην υπουργό Εσωτερικών, τον κ. Βορίδη, κοινή επιτροπή Υπ. Εσωτερικών – Υπ. Ναυτιλίας και ΚΕΔΕ για την επανεξέταση και αναθεώρηση του συγκεκριμένου Π.Δ. Εκτιμάται, πάντως, ότι δύσκολα θα αλλάξει κάτι το ιδιαίτερο από αυτά που ήδη ισχύουν.